αμφιβατήρ

αμφιβατήρ
ἀμφιβατὴρ (-ῆρος), ο (Α) [ἀμφιβαίνω]
(για αγγέλους) υπερασπιστής, φύλακας, προστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”